- κατέγκλημα
- κατέγκλημαaccusationneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατέγκλημα — κατέγκλημα, τὸ (Μ) [κατεγκαλώ] καταγγελία, κατηγορία … Dictionary of Greek